- παλληκαριάτικος
- και παληκαριάτικος και παλικαριάτικος, -η, -ο1. παλληκαρήσιος2. το ουδ. ως ουσ. το παλ(λ)ηκαριάτικο και παλικαριάτικοπρογαμιαία δωρεά που έδινε εθιμικά μια χήρα, όταν επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί, στον νεαρό μνηστήρα της, αλλ. αγριλίκι3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παλ(λ)ηκαριάτικα ή παλικαριάτικααμοιβή παληκαρά, μπράβου, καθώς και μερίδιο κέρδους που λαμβάνει αυτός με εκβιαστικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. -άτικος (πρβλ. κυριακ-άτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.